- ευάγκαλος
- εὐάγκαλος, -ον (ΑΜ)μσν.(για λιμάνι) πλατύς, ευρύχωρος («λιμένες εὐάγκαλοι», Ευστ.)αρχ.1. αυτός που φέρεται στην αγκαλιά εύκολα, ευχάριστα, ο ευπρόσδεκτος («ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον», Αισχύλ.)2. αυτός που βαστάζεται ευχάριστα («ὁ Αἰνείας... ἐξῆγε φόρτον... εὐάγκαλον», Αιλ.)3. αυτός που είναι ευχάριστος να τόν αγκαλιάσει κάποιος («εὐάγκαλον ἀνδράσιν ὁμίλημα», Λουκιαν.)4. φρ. «λόγοι εὐάγκαλοι» — ευπρόσδεκτα λόγια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αγκαλος (< άγκαλος, παράλληλος σχηματισμός τού αγκάλη), πρβλ. υπ-άγκαλος].
Dictionary of Greek. 2013.